Καβοφονιάς

Καβοφονιάς
Όρμος στη βορειοδυτική ακτή της νησίδας Σκυροπούλα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κάβο- — πρώτο συνθετικό πολλών ονομασιών ακρωτηρίων που προέρχεται από τη λ. κάβος «ακρωτήριο» (< γενουατ. cavo) (α. «Καβοφονιάς» β. «Καβομαλιάς» γ. «Καβοκολόνες») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”